μικροαγγειοπάθεια

μικροαγγειοπάθεια
η
ιατρ.
1. διαταραχή τής κυκλοφορίας στα τριχοειδή και, γενικά, στα αγγεία μικρού μεγέθους
2. φρ. «μικροαγγειοπάθεια θρομβωτική»
ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από πυρετό, αιμολυτική αναιμία, θρομβοπενική πορφύρα και νευρολογικές διαταραχές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”